-
1 штурмовщина
штурмовщинаж ἡ δουλειά μέ βιαστικές ἐξορμήσεις. -
2 εξόρμηση
[-ις (-εως)] η1) рывок, бросок вперёд; 2) перен. рывок; порыв;εργατική εξόρμηση — а) трудовой порыв; — б) субботник, воскресник;
δουλειά με βιαστικές εξόρμήσεις — штурмовщина;
3) воен, вылазка;стремительная атака; штурм; 4) воен, перебежка
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek